Ἰλλυρικῶν

Ἰλλυρικῶν
Ἰλλυρικός
region
fem gen pl
Ἰλλυρικός
region
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ταυλάντιοι — Πολυπληθές και ισχυρό ιλλυρικό έθνος, το οποίο κατοικούσε την ενδοχώρα των αρχαίων ελληνικών, στο Ιόνιο πέλαγος, αποικιών Επιδάμνου, που ονομάζονταν Ταυλαντία και Ταυλάντιο. Κατά τους αρχαίους χρόνους οι Τ. ζούσαν ανεξάρτητοι από τα άλλα ιλλυρικά …   Dictionary of Greek

  • Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το …   Dictionary of Greek

  • Λουμπλιάνα — (σλαβ. Ljubljana, γερμαν. Leibach). Πόλη (257.338 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Σλοβενίας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα της χώρας, χτισμένη σε υψόμετρο 293 μ., στις όχθες του Λουμπλιάνιτσα, παραπόταμου του Δούναβη, σε μια εύφορη πεδινή περιοχή …   Dictionary of Greek

  • Τομαζέο, Νικολό — (Tommaseo, Σέμπενιτς, Δαλματία 1802 – Φλωρεντία 1874). Ιταλός συγγραφέας. Από δαλματική οικογένεια, σπούδασε νομικά στην Πάντοβα όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Ροσμίνι, του οποίου δέχτηκε την πνευματική επίδραση· ύστερα πήγε στο Μιλάνο, όπου είχε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”